~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

................. * άρθρα, κείμενα, έρευνες, βιβλιογραφία από τον χώρο της ψυχολογίας... * σελίδα του περιοδικού "Υφος" *

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το ασυνείδητο είναι έννοια της ψυχολογίας που, ενώ χρησιμοποιήθηκε από πολλούς στο παρελθόν, την σημερινή της ισχύ την έλαβε από τον Σίγκμουντ Φρόυντ.

Το ασυνείδητο μπορεί να περιγραφεί ως εκείνο το μέρος του μυαλού το οποίο "γεννάει" πολλές νοητικές διαδικασίες, οι οποίες εκδηλώνονται στο μυαλό του ατόμου χωρίς το άτομο να γνωρίζει την ύπαρξή τους. Αυτές οι διαδικασίες περιλαμβάνουν ασυνείδητα συναισθήματα, ασυνείδητες σκέψεις ή/και ιδέες, ασυνείδητες αντιλήψεις, ασυνείδητες αντιδράσεις, συμπλέγματα, φοβίες και κρυφούς πόθους και επιθυμίες.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

H Στέλλα των εξαρτήσεων



γράφει η Γιώτα Αγαπητού*
Μια γυναίκα ψηλή, σχεδόν αποστεωμένη, μυρίζοντας φτηνή κολόνια και ντυμένη με ρούχα που θυμίζουν ξεπεσμένη πεταλουδίτσα της νύχτας, περνάει βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο χωρίς να προσέχει τ’ αυτοκίνητα που τρέχουν. Είναι ξημερώματα Κυριακής, στα πεζοδρόμια που είναι σχεδόν άδεια ελάχιστοι ξενύχτηδες ζαλισμένοι από το αλκοόλ και την εφήμερη λάμψη των φώτων προσπαθούν να βρουν το δρόμο για το σπίτι τους. Είναι απόκριες και όλοι, ακόμη και η Στέλλα προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από μάσκες που καλύπτουν την απέραντη μοναξιά τους και τη θλίψη τους.
Το βράδυ που πέρασε η Στέλλα είχε γενέθλια, έγινε πενήντα χρονών, υποσυνείδητα η ίδια ποτέ δεν πίστευε ότι θα έφτανε σε αυτή την ηλικία εξαιτίας των εξαρτήσεών της από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Περπατώντας στο πεζοδρόμιο κάθισε στο πρώτο παγκάκι που είδε μπροστά της και με τη σκέψη της ταξίδεψε πίσω στο χρόνο, τριανταπέντε χρόνια πριν. Μαθήτρια γυμνασίου τότε, στη γειτονιά της στην Κυψέλη, η Στέλλα περνούσε μία δύσκολη εφηβεία που θα καθόριζε ολόκληρη την πορεία της ζωής της. Πάντα έκανε παρέα με άτομα μεγαλύτερά της τα οποία συνήθως είχαν παραβατική συμπεριφορά. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών κάπνισε το πρώτο της τσιγάρο, προσπαθώντας επιδεικτικά τα ρούχα της να μυρίζουν έντονα με καπνό όταν θα γύριζε στο σπίτι.

Η Στέλλα προερχόταν από μία οικογένεια αυστηρή. Ο πατέρας της με καταγωγή από τη Λακωνική Μάνη είχε έρθει σε ηλικία είκοσι χρονών στην Αθήνα για να δουλέψει ως εργάτης. Η μάνα της με καταγωγή από τη Μικρά Ασία ήταν παραδομένη ολοκληρωτικά στον άντρα της και στο νοικοκυριό της. Η Στέλλα είχε και δύο μικρότερα αδέρφια τα οποία λάτρευε και τα προστάτευε. Όταν μύρισε ο πατέρας της τον καπνό του τσιγάρου πάνω στα ρούχα της κόρης του προσπάθησε με δυσκολία να συγκρατήσει τα νεύρα του.
Η Στέλλα ένα χρόνο αργότερα με δική της επιλογή άρχισε να μπαίνει σιγά σιγά στο σκοτεινό δρόμο των εξαρτήσεων. Πρώτη στάση μαριχουάνα, την δοκίμασε σ’ ένα πάρτι με μία παρέα περιθωριακών φίλων της σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο κάπου στο κέντρο. Η Στέλλα στην πρώτη ρουφηξιά του καπνού ζαλίστηκε, σχεδόν πήγε να λιποθυμήσει. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό ώστε το να την κάνει να σταματήσει την πορεία της στον κόσμο των εξαρτήσεων. Εξάλλου η Στέλλα από παιδί ήταν πάντα αυτοκαταστροφική. Σε ηλικία δέκα ετών τρύπησε το δάχτυλό της με μαχαίρι θέλοντας να δει πόσο θα μπορούσε ν’ αντέξει στον πόνο. Η Στέλλα δεν ήθελε ποτέ να της λένε πόσο όμορφη ήταν και να θαυμάζουν τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της που τα πλαισίωναν τα μακριά με μπούκλες κόκκινα μαλλιά της.
Μετά τη μαριχουάνα, σε ηλικία δεκαεφτά χρονών, άρχισε σιγά σιγά να δοκιμάζει ηρωίνη. Χρήματα για τη δόση της έβρισκε κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Η σχέση με τον πατέρα της χειροτέρευε κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι σχεδόν σα φάντασμα. Προσπαθούσε πάντα να μη συναντάει τον πατέρα της, ενώ η μάνα της της ήταν ολότελα αδιάφορη. Το μόνο που την έκανε να χαμογελάει μέσα στο σπίτι ήταν τ’ αδέρφια της.
Δεκαεννιά του Φλεβάρη, μία ημέρα που η Στέλλα περίμενε με ανυπομονησία. Εδώ και ένα χρόνο είχε σχέση με το Χάρη, έναν εικοσιπεντάχρονο νεαρό που είχε έρθει από την επαρχία για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική σχολή. Αιώνιος φοιτητής, έμενε σ’ ένα δυάρι στα Εξάρχεια. Εκείνος μύησε τη Στέλλα στον κόσμο της ηρωίνης και της έβρισκε δουλειές του ποδαριού. Είχαν αποφασίσει όταν η Στέλλα θα γινόταν δεκαοχτώ χρονών ότι θα πήγαινε να ζήσει μαζί του. Δεκαεννιά του Φλεβάρη, ημέρα των γενεθλίων της και η Στέλλα έχοντας ήδη ετοιμάσει τα πράγματά της, σηκώθηκε το πρωί, έγραψε ένα λιτό γράμμα στη μάνα και τ’ αδέρφια της, άνοιξε την πόρτα και έφυγε από το σπίτι πηγαίνοντας να μείνει μαζί με το φίλο της. Εκείνος αδιαφορούσε για τη σχολή του και ούτε λόγος να βρει κάποια δουλειά. Έκανε μικροκλοπές μαζί με άλλα δύο άτομα και τα κλοπιμαία τα πουλούσαν στην Ομόνοια. Υπήρχαν φορές που έκανε ακόμη και το βαποράκι, πουλώντας ναρκωτικά στα στέκια των τοξικομανών.
Η Στέλλα βλέποντας ότι τα χρήματα που έβγαζε δεν της έφταναν ούτε για τα βασικά αποφάσισε να κάνει πιάτσα στα γνωστά στέκια των ιερόδουλων Πατήσια, Καποδηστρίου, Ευριπίδου, Αχιλλέως και Αχαρνών. Έτσι χωρίς αναστολές και χωρίς να το πει σε κανένα, ετοιμάστηκε και πήγε να κάνει πιάτσα για πέντε ευρώ. Πρώτος πελάτης ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα με ένα ακριβό αυτοκίνητο που σταμάτησε μπροστά της. Όλη η διαδικασία κράτησε λιγότερο από μισή ώρα. Ο πελάτης μόλις κατάλαβε ότι η Στέλλα ήταν πρωτάρα στο επάγγελμα της έδωσε πενήντα ευρώ. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο η Στέλλα κατάλαβε ότι θα μπορούσε και να βγάλει πολλά χρήματα ως πόρνη. Ήταν είκοσι χρονών. Τα περισσότερα από τα χρήματα που έβγαζε πήγαιναν για τη δόση της και στο ενοίκιο του σπιτιού. Με το Χάρη είχε χωρίσει εδώ και λίγο καιρό αφήνοντάς του ένα γράμμα στο τραπέζι της κουζίνας. Είχε νοικιάσει μία γκαρσονιέρα και είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα κακόφημο μπαρ κάπου στην Αχαρνών. Η δουλειά της ήταν να χορεύει πάνω στο μπαρ και να κάνει συντροφιά στους πελάτες που πλήρωναν ακριβά τη συντροφιά της, κάνοντας της ακόμα και κάποια δώρα αξίας.

Επόμενος σταθμός η κοκαΐνη, με τα λεφτά που έβγαζε μπορούσε καθημερινά να αγοράζει τις δόσεις της. Οι έρωτες δεν την ενδιέφεραν, δεν πίστευε στη συντροφικότητα, αλλά ούτε και στη φιλία. Περιστασιακά έκανε παρέες με άτομα του χώρου της δουλειάς της, που μοιράζονταν μαζί τους πρέζα και αλκοόλ. Η Στέλλα σε αυτό το μπαρ δούλεψε πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Μέρα με τη μέρα οι θαμώνες αυξάνονταν, ενώ το αφεντικό έβλεπε το ταμείο του να γεμίζει με χρήματα. Ένα βράδυ, όταν η Στέλλα ήταν τριανταπέντε χρονών, άφησε ένα λιτό γράμμα πάνω στο γραφείο του αφεντικού της, λέγοντάς του ότι παραιτείται. Για ένα χρόνο δούλευε περιστασιακά ως πόρνη, έχοντας νταβατζή τον ίδιο της τον εαυτό. Στα τριανταέξι της έπιασε δουλειά κάπου στην Εθνική οδό, στο νυχτερινό κέντρο «Ξημερώματα» ως τραγουδίστρια. Το οποίο ανήκε σ’ ένα παλιό πελάτη του μπαρ, που εδώ και καιρό της ζητούσε να δουλέψει στο μαγαζί του, δίνοντάς της το ελεύθερο να τραγουδάει ό,τι θέλει αρκεί να τραβάει πελατεία. Η Στέλλα εκτός από τραγουδίστρια έκανε συντροφιά και σε θαμώνες επί πληρωμή, ενώ παράλληλα είχε αρχίσει να παίρνει παυσίπονα, ηρεμιστικά και υπνωτικά χάπια λουσμένα με μπόλικο αλκοόλ. Τα χάπια τα έβρισκε από ένα πελάτη γιατρό, που της τα προμήθευε με το αζημίωτο. Όταν η ώρα περνούσε και οι θαμώνες είχαν χαθεί πια στον καπνό των τσιγάρων και στο αλκοόλ, η Στέλλα με τη συνοδεία μόνο μίας κιθάρας έκλεινε τα μάτια και τραγουδούσε με τη βραχνή φωνή της τον «Έρωτα Αρχάγγελο» του Δημήτρη Μητροπάνου…
«Βλέμματα χαράξανε στις μαύρες τις οθόνες/
Και ο χορός του κόσμου ραγίζει τους αρμούς/
Είναι τα τραγούδια μας ηφαίστεια που καίνε/
Σώματα και αγάλματα βγάζουνε φτερά/
Πήρα από τα μάτια σου λίγο μαύρο χρώμα
και έβαψα τα ρούχα μου μάνα μη με δεις.
Τη στερνή κουβέντα σου τη θυμάμαι ακόμα…
Τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα πένθους για τη χαμένη της αθωότητα. Για τη ζωή της που τόσο εύκολα η ίδια κατέστρεψε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου